κοσμηματοπωλείο(ν)

κοσμηματοπωλείο(ν)
το ювелирный магазин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κοσμηματοπωλείο(ν)" в других словарях:

  • κοσμηματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κοσμημάτων, χρυσοχοείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. κοσμηματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κοσμημάτων, χρυσοχοείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδαμαντοπωλείο — το [αδαμαντοπώλης] κατάστημα στο οποίο πωλούνται αδαμαντοποίκιλτα κοσμήματα, κοσμηματοπωλείο, χρυσοχοείο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»